συμπαρακομίζω

συμπαρακομίζω
Α
1. οδηγώ, φέρνω κάτι κοντά σε κάτι («νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῡς τε συμπαρακομίσαι [ενν. πρὸς τὴν ἀκτήν]», Θουκ.)
2. μέσ. συμπαρακομίζομαι
βοηθώ σε μεταφορά, σε μετακόμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παρακομίζω «οδηγώ, συνοδεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμπαρακομιζομένων — συμπαρακομίζω bring along the coast with pres part mp fem gen pl συμπαρακομίζω bring along the coast with pres part mp masc/neut gen pl συμπαρακομίζω bring along the coast with pres part mp fem gen pl συμπαρακομίζω bring along the coast with pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπαρακομίσαι — συμπαρακομίζω bring along the coast with aor inf act ξυμπαρακομίσαῑ , συμπαρακομίζω bring along the coast with aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπαρακομισθῆναι — συμπαρακομίζω bring along the coast with aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”