- συμπαρακομίζω
- Α1. οδηγώ, φέρνω κάτι κοντά σε κάτι («νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῡς τε συμπαρακομίσαι [ενν. πρὸς τὴν ἀκτήν]», Θουκ.)2. μέσ. συμπαρακομίζομαιβοηθώ σε μεταφορά, σε μετακόμιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παρακομίζω «οδηγώ, συνοδεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.